Η Μπελ είναι μια νεαρή κοπέλα που φυλακίζεται από το Τέρας στο κάστρο του, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του πατέρα της, Μορίς. Παρά τον φόβο της, γίνεται φίλη με το στοιχειωμένο προσωπικό του κάστρου και μαθαίνει να προσπερνά την εξωτερική εμφάνιση του Τέρατος, διακρίνοντας την αληθινή καρδιά του Πρίγκιπα που κρύβεται μέσα του. Εντωμεταξύ, ένας κυνηγός που ακούει στο όνομα Γκαστόν έχει βαλθεί να παντρευτεί την Μπελ, αλλά και να κατατροπώσει το Τέρας με κάθε κόστος.
Δεν υπάρχει καμία λογική απάντηση στο πώς η Disney καταφέρνει να «εκμεταλλεύεται» ξανά και ξανά την ίδια της την Ιστορία – φυσικά, αν όχι πρωτίστως (και) για εμπορικούς σκοπούς – και όμως ταυτόχρονα, όχι μόνο να μην προδίδει την παράδοσή της αλλά να την μετουσιώνει και σε κάτι σημερινό και διαχρονικό την ίδια ακριβώς στιγμή.
Η ιδέα (βλ. και μανία) με τις live-action μεταφορές των διάσημων κινουμένων σχεδίων της ξεκίνησε με ένα σύννεφο δυσπιστίας να ίπταται πάνω από το εγχείρημα μέχρι που το «Maleficent» σταμάτησε τη βροχή, το «Cinderella» έφερε τον ήλιο και το «Jungle Book» έφερε την τελική πρόβλεψη για καθαρό ουρανό στο διηνεκές.
Τρεις υπέροχες ταινίες με τη φαντασμαγορία να συμπληρώνει το vintage, το παραμύθι να γίνεται αφορμή για τον ακτιβισμό υπέρ των διαφορετικών και μια ματιά πάνω στον κόσμο την ίδια στιγμή κλασική και μοντέρνα – λες ειπωμένη για πρώτη φορά.
Ετσι μοιάζει και η ιστορία της Μπελ, που ξεκινάει από τα γραπτά της Ζαν-Μαρί Λεπρένς Ντε Μπομόν, αποτίνει διακριτικό φόρο τιμής στον Ζαν Κοκτό και τη δική του εκδοχή της «Πεντάμορφης και του Τέρατος» και μεταφέρει σχεδόν σκηνή σκηνή την ταινία του 1991 που υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της Disney όπως τη γνωρίζουμε: ένα μιούζικαλ κινουμένων σχεδίων υποψήφιο για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και το κυριότερο μια ταινία σαν ένα μικρό κομψοτέχνημα – σχεδόν όσο η μουσική και οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού που τότε τραγουδούσε η Αντζελα Λάνσμπουρι και τώρα με εξαίσια αίσθηση της διαχρονικά μελαγχολικής αλήθειας του η Εμα Τόμπσον.
Η καινούρια «Πεντάμορφη και το Τέρας» ξεκινάει με μια υπόσχεση. Πως αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι μια πιστή μεταφορά της ταινίας του 1991, ένα κλασικό παραμύθι για όλες τις ηλικίες, η γνωστή ιστορία του πρίγκιπα που τον καταράστηκε η κακιά μάγισσα και της κοπέλας που έρχεται για να τον σώσει, της τσαγιέρας που μιλάει, του κηροπηγίου που σερβίρει...
Τότε γιατί, ενώ πραγματικά η ταινία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό, άξαφνα στην οθόνη πιάνεις τον εαυτό σου να βλέπει μια ιστορία για ένα κορίτσι που ήθελε να διαφέρει σε μια εποχή που τα κορίτσια έπρεπε απλά να παντρευτούν, έναν άντρα που πλήρωσε τις αμαρτίες του πατέρα του, μια κοινωνία που δεν έκανε ποτέ κανένα κόπο να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, μια ταινία πιο ρομαντική από ένα φυλακισμένο τριαντάφυλλο που χάνει τα πέταλά του και πιο σκληρή από ανθρώπους που μεταμορφωμένοι σε αντικείμενα χάνουν σκηνή με τη σκηνή την ανθρώπινή τους ιδιότητα;
Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει τη σχεδόν λυτρωτική αίσθηση πως ανάμεσα στα κινούμενα σχέδια μιας προ-εφηβείας και το live-action μιας post ωρίμανσης δεν κρύβεται παρά η απόσταση που θα χωρίζει πάντα το άγγιγμα της Disney από οποιαδήποτε άλλη κινηματογραφική απόπειρα για σύγχρονα παραμύθια στο σινεμά και έξω από αυτό;
Τα εύσημα στον Μπιλ Κόντον που επέμεινε το live-action του «Beauty and the Beast» να μείνει πιστό στο μιούζικαλ του 1990, ενώ αρχικά η Disney ήθελε μάλλον μια λιγότερο μουσική ταινία. Ισως γιατί μέσα του ο σκηνοθέτης του «Gods and Monsters», του «Dreamgirls» και του «Mr. Holmes» ήξερε πως έτσι η ταινία θα έχει τη δυνατότητα να μην είναι ούτε μόνο πολύ παιδική και ικανή να χωρέσει μέσα της από φεμινιστικά ξεσπάσματα μέχρι τον πολυσυζητημένο και υπέροχο γκέι Λεφού χωρίς φυσικά να προδώσει ή να πολυανησυχήσει (εννοείται) το σκληροπυρηνικό target group της.
Τα χειροκροτήματα στην Εμα Γουάτσον που χωρίς να είναι η κυριολεκτικά πεντάμορφη που όλοι θα φαντάζονταν φέρνει στο ρόλο της Μπελ μια εύθραυστη δυναμικότητα που θα ζήλευαν πολλές συνομίληκές της, στον Νταν Στίβενς που ακόμη και μέσα από το βαρύ digital πρόσωπό του ερμηνεύει με περισσή γενναιοδωρία το τέρας, στις φωνές των Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και Ιαν ΜακΚέλεν στο δίδυμο του κηροπηγίου με το ρολόι που συγκινούν με την ανθρωπόμορφη μελαγχολία τους, στην Εμα Τόμπσον που θα είναι για πάντα υπεύθυνη για την σαν από πάντα διασκευή του «Beauty and the Beast»...
Η «Πεντάμορφη και το Τέρας» είναι φτιαγμένη για να απευθυνθεί με την ίδια συναισθηματική δύναμη τόσο σε ένα εξάχρονο κορίτσι που θα ονειρεύεται σε όλη του τη ζωή να φορέσει για μια φορά το κίτρινο φόρεμα της Μπελ στη σκηνή με το χορό και σε έναν κυνικό πενηντάρη που θα νιώσει επιτέλους την καρδιά του να ραγίζει όταν η Μπελ μαζί με το Τέρας θα επιστρέψουν στο Παρίσι της παιδικής της ηλικίας.
Και αυτό είναι ένα μικρό μέρος της δύναμής της, δίπλα στην σαφή της επιθυμία να μιλήσει με όρους παραμυθιού για το girl power, τη διαφορετικότητα (εδώ σε πολλαπλά επίπεδα – από την Μπελ μέχρι το Τέρας, τον Λεφού…) το φαίνεσθαι και το είναι, το τέρας που κρύβουμε όλοι μέσα μας και το άλλο που κλειδωμένο σε έναν παγωμένο πύργο θα περιμένει πάντοτε κάποιον να λύσει τα μάγια…